εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
Αμβέρσα — (γαλλ. Anvers,φλαμ. Antwerpen).Πόλη (446.525 κάτ. το 2000) του βόρειου Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.867 τ. χλμ., 1.652.500 κατ. το 2002). Η Α. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Σέλντε (Εσκό), σε απόσταση 88 χλμ.… … Dictionary of Greek
Γκράαφ, Ρενιέ ντε- — (Renie de Graaf, 1641 – 1673).Ολλανδός γιατρός και ανατόμος. Υπήρξε μαθητής του ανατόμου Σίλβιους στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και τέλειωσε τις ιατρικές του σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ανζέρ στη Γαλλία. Ο Γ. έκανε τις πρώτες επιστημονικές… … Dictionary of Greek
εγκεφαλονωτιαίο υγρό — Υγρό διαφανές και άχρωμο που περιέχεται στην κοιλότητα του κρανίου και της σπονδυλικής στήλης και παρέχει υποστήριξη και θρέψη στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό. Το ε.υ. εκκρίνεται από τα χοριοειδή πλέγματα των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου,… … Dictionary of Greek